- ἐμμίγνῡμι
- ἐμ-μίγνῡμι, hineinmischen, vermischen; intrans., ἔνϑ' οἶμαι Θησέα τάχ' ἐμμίξειν βοᾷ, handgemein werden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εμμείγνυμι — ἐμμείγνυμι και ἐμμίγνυμι (Α) 1. ανακατώνω μέσα σε κάτι 2. (για πρόσ.) συναντώ … Dictionary of Greek
παρεμμίγνυμι — και παρεμμίσγω ΜΑ αναμιγνύω επί πλέον, προσθέτω και άλλη ποσότητα σε ένα μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμμίγνυμι / ἐμμίσγω «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek